Ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιρικούς αστέρες που έχει αναδείξει ποτέ το Ισπανικό ποδόσφαιρο και που διέπρεψε στην καριέρα του φορώντας τη φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης, είναι ο Εμίλιο Μπουντραγένιο.
Ο εντοπισμός του ταλέντου του γεννημένου στις 22 Ιουλίου 1963, Εμίλιο έγινε ουσιαστικά από τον πατέρα του, ο οποίος τύγχανε προμηθευτής ρούχων της «βασίλισσας» και «υπήκοος» της. Κάθε απόγευμα λοιπόν με την επιστροφή του από τη δουλειά έπαιρνε τον μικρό Εμίλ και πήγαινε στο πλησιέστερο πάρκο, παρέα με μια μπάλα και το σκύλο της οικογένειας, απ’ όπου δεν έφευγαν παρά μόνο αφού είχε εξουθενωθεί στην κούραση ο μικρός. Εννοείται πως ο μπαμπάς Μπουντραγκένιο δεν έβαλε.. ακριβώς το μαχαίρι στο λαιμό του διαδόχου. Για αυτό και όταν μεγάλωσε ο ήρωας μας θυμόταν με νοσταλγία εκείνες τις μέρες: «Είχαμε ένα γερμανικό Σέφερντ, που έπρεπε να μένει μακριά από τις μπάλες, γιατί τις έπιανε με τα δόντια του. Έχω την εντύπωση πως τότε ήταν που έμαθα να την προστατεύω, για να μην μου την παίρνουν».
Πήγε σχολείο, γράφτηκε στην ποδοσφαιρική ομάδα, και στα 13 του χρόνια έπεσε πάνω στον Σακριστάν. «Εκείνος με δίδαξε πώς να παίζω και πάντα μου έλεγε πως μια μέρα θα έρθει να με πάρει η Ρεάλ Μαδρίτης». Το καλοκαίρι του ’81, στα 18 του χρόνια, τρείς νέοι παίκτες από το Κολέτζιο Κασαλάντσιο προσκλήθηκαν να δοκιμάσουν τη τύχη τους στη «βασίλισσα». Μεταξύ αυτών, ήταν και ο Εμίλιο, ο οποίος μόλις ολοκλήρωσε το πρόγραμμα στο οποίο τον υπέβαλαν… μεταφέρθηκε στα γραφεία του συλλόγου για να υπογράψει συμβόλαιο με τη μικρή ομάδα, την FC Kastigia. Εκεί βρήκε τον Σαντσίς και τον Μάρτιν Βάσκεθ. Με το πέρας τριών χρόνων, τον Φεβρουάριο του ’84, πήρε προαγωγή. O Αλφρέδο ντι Στέφανο, τότε προπονητής της ομάδας, τον κάλεσε να κάνει το ντεμπούτο του με τη Ρεάλ στο παιχνίδι με την Κάντιθ. Εκείνος άρπαξε την ευκαιρία και σκόραρε δύο φορές, προμηνύοντας με αυτόν τον τρόπο το τι θα επακολουθούσε.
Μεταξύ αυτών που παρακολούθησαν την πρεμιέρα ήταν και ο Λουίζ Σεζάρ Μενότι, ο οποίος έξι χρόνια νωρίτερα είχε οδηγήσει την εθνική Αργεντινής στην κατάκτηση του πρώτου της Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ήταν εκείνος που τον βάφτισε «γύπα». Γυρνούσε γύρω από τους αντίπαλος του πριν προχωρήσει στα ενδότερα και τους «σκοτώσει» με μια απρόσμενη κίνηση. Αν, πάλι θέλετε την ιστορία από τα χείλη του ίδιου του νονού, ιδού: «Υποκρινόταν πως δεν τον ενδιέφερε τι συνέβαινε γύρω του και οι αντίπαλοι του ποτέ δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Να τον περιμένουν; Να φύγουν ή να τον σταματήσουν με τάκλιν; Μέχρι τότε μόνο ο Πελέ και ο Κρόιφ είχαν τέτοιες αντιδράσεις. Μόλις τον είδα με έκανε να θυμηθώ κάποια πολύ μεγάλα αστέρια του ποδοσφαίρου».
Ο Μενότι είχε βέβαια και άλλα να πει: «Από την πρώτη μάτια κατάλαβα πως το παιδί έχει ταλέντο. Τεχνικά ήταν εξαιρετικός αν σκεφτεί κανείς πως ήταν μόνο 19 χρονών. Παρ’ όλα αυτά, δεν τον είχε προσέξει κάποια μεγάλη ομάδα. Είχε τεράστια αντίληψη για όσα συνέβαιναν γύρω του κατά τη διάρκεια των αγώνων και ήταν τόσο ευκίνητος, σαν να ήταν αθλητής γυμναστικής». Εκτός του τι έκανε εντός γηπέδου, ο Μπουντραγκένιο δούλευε και την έξω-αγωνιστική εικόνα του. Πάντα ήταν χαρούμενος και ποτέ δεν «συνελήφθη» μίζερος. Ίσως γιατί είχε καταφέρει να κλείσει τα στόματα που επέμεναν πως δεν πρόκειται να γίνει καλός παίκτης « …επειδή ήμουν πολύ κοντός». Σε συνέντευξη που έδωσε πριν από το Μουντιάλ του ’86 είχε εξηγήσει τα πως και τα γιατί της προσωπικότητας του: «Στα 17 μου ούτε φανταζόμουν πως μπορώ να γίνω επαγγελματίας. Ότι έχω αποκτήσει έως τώρα κανείς δεν θα μπορέσει να μου τα πάρει. Ξέρω πολύ καλά πως υπήρχαν πολλά παιδιά με το δικό μου ταλέντο, αλλά αρκετά απ’ αυτά δούλεψαν τελικά σε εργοστάσια..».
Το Μεξικό έβαλε τα καλά του για να υποδεχτεί το Παγκόσμιο Κύπελλο και το 23χρονο Μπουντραγκένιο, ο οποίος από τότε εθεωρείτο ο στυλοβάτης της Ισπανίας. Παρ’ όλα αυτά, δεν βρήκε δίχτυα στην πρεμιέρα με την Βραζιλία. Βρήκε όμως με τη Βόρεια Ιρλανδία…στο 65ο δευτερόλεπτο του αγώνα (ήταν το πιο γρήγορο γκολ της διοργάνωσης και κέρδισε γι’ αυτό ένα χρυσό ρολόι) και στο δεύτερο γύρο συνάντησε τη Δανία, σε ένα παιχνίδι που έμελλε να τον συνοδεύει για πάντα: με τέσσερα γκολ στην εστία των δυναμικών Δανών του Λάουντρουπ και της παρέας του έγινε ο πρώτος που έφτασε αυτόν τον αριθμό μετά τον Εουσέμπιο, από το 1966. Κι αν δεν εκτελούσε ο Γκοϊκοετσέα το πέναλτι που κέρδισαν οι Ίβηρες στο πρώτο ημίχρονο, ο Εμίλιο θα γινόταν ο πρώτος που θα μετρούσε πέντε γκολ σε αγώνα Μουντιάλ, κάτι που κατάφερε αργότερα ο Ρώσος Σαλένκο στο 6-1 του αγώνα με το Καμερούν. Γενικότερα, έδωσε 69 διεθνείς αγώνες και σκόραρε 26 φορές. Ήταν μέλος της ομάδας που έφτασε στα τελικά του Euro του 1984, ενώ μετείχε και σ’ αυτή που πήγε στο Μουντιάλ του 1990.
Σε συλλογικό επίπεδο, τώρα είχε κερδίσει έξι τίτλους με τη Ρεάλ (1986,1987,1988,1989,1990 και 1995), δυο Κύπελλα (1989 και 1993), δύο ΟΥΕΦΑ (1985 ΚΑΙ 1986) και τρία εγχώρια Σούπερ Καπ (1988,1990,1993). Για δύο διαδοχικά χρόνια (1986,1987) αναδείχθηκε τρίτος καλύτερος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής, και το 1991 ήταν ο πρώτος σκόρερ του ισπανικού πρωταθλήματος. Εύλογα, είχε γίνει κολλητός του τότε προπονητή Μεντόζα. Κλείνονταν επί ώρες στο γραφείο του και αποφάσιζαν ακόμα και για τα μπόνους σε ενδεχόμενη κατάκτηση τίτλων. Κάποιοι κακοήθεις επέμεναν πως ο Μπουντραγκένιο είχε λόγο και στις μεταγραφές. Από τότε ο Μεντόζα τον έβλεπε ως το μελλοντικό μάνατζερ της ομάδας, καθώς είχε και τις προδιαγραφές, με τις σπουδές του στα οικονομικά. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο πως αργότερα διετέλεσε διοικητικός παράγοντας της Ρεάλ και δεξί χέρι του γενικού διευθυντή των «Λος Μπλάνκος» Χόρχε Βαλντάνο.
Κάποια στιγμή, κάπου στο 1995 και ενώ είχε αποκτήσει πολλά χρήματα με τη φανέλα της Ρεάλ, ένιωσε πως…έχουν αρχίσει να τον βαριούνται. Και ο ίδιος έχει βαρεθεί καθώς τα τελευταία χρόνια μετρούσε μόλις 10 γκολ ανά σεζόν, γι’ αυτό και δέχτηκε την πρόταση της Ατλέτικο Σελάγια του Μεξικού. Στην πρώτη του χρονιά τη φτάνει στον τελικό του πρωταθλήματος και μετά τρία χρόνια (τον Μάρτιο του 1998) εγκαταλείπει την ενεργό δράση έχοντας αποκτήσει τον τίτλο του «κυρίου των γηπέδων».
πηγή : http://www.e-soccer.gr
Ο εντοπισμός του ταλέντου του γεννημένου στις 22 Ιουλίου 1963, Εμίλιο έγινε ουσιαστικά από τον πατέρα του, ο οποίος τύγχανε προμηθευτής ρούχων της «βασίλισσας» και «υπήκοος» της. Κάθε απόγευμα λοιπόν με την επιστροφή του από τη δουλειά έπαιρνε τον μικρό Εμίλ και πήγαινε στο πλησιέστερο πάρκο, παρέα με μια μπάλα και το σκύλο της οικογένειας, απ’ όπου δεν έφευγαν παρά μόνο αφού είχε εξουθενωθεί στην κούραση ο μικρός. Εννοείται πως ο μπαμπάς Μπουντραγκένιο δεν έβαλε.. ακριβώς το μαχαίρι στο λαιμό του διαδόχου. Για αυτό και όταν μεγάλωσε ο ήρωας μας θυμόταν με νοσταλγία εκείνες τις μέρες: «Είχαμε ένα γερμανικό Σέφερντ, που έπρεπε να μένει μακριά από τις μπάλες, γιατί τις έπιανε με τα δόντια του. Έχω την εντύπωση πως τότε ήταν που έμαθα να την προστατεύω, για να μην μου την παίρνουν».
Πήγε σχολείο, γράφτηκε στην ποδοσφαιρική ομάδα, και στα 13 του χρόνια έπεσε πάνω στον Σακριστάν. «Εκείνος με δίδαξε πώς να παίζω και πάντα μου έλεγε πως μια μέρα θα έρθει να με πάρει η Ρεάλ Μαδρίτης». Το καλοκαίρι του ’81, στα 18 του χρόνια, τρείς νέοι παίκτες από το Κολέτζιο Κασαλάντσιο προσκλήθηκαν να δοκιμάσουν τη τύχη τους στη «βασίλισσα». Μεταξύ αυτών, ήταν και ο Εμίλιο, ο οποίος μόλις ολοκλήρωσε το πρόγραμμα στο οποίο τον υπέβαλαν… μεταφέρθηκε στα γραφεία του συλλόγου για να υπογράψει συμβόλαιο με τη μικρή ομάδα, την FC Kastigia. Εκεί βρήκε τον Σαντσίς και τον Μάρτιν Βάσκεθ. Με το πέρας τριών χρόνων, τον Φεβρουάριο του ’84, πήρε προαγωγή. O Αλφρέδο ντι Στέφανο, τότε προπονητής της ομάδας, τον κάλεσε να κάνει το ντεμπούτο του με τη Ρεάλ στο παιχνίδι με την Κάντιθ. Εκείνος άρπαξε την ευκαιρία και σκόραρε δύο φορές, προμηνύοντας με αυτόν τον τρόπο το τι θα επακολουθούσε.
Μεταξύ αυτών που παρακολούθησαν την πρεμιέρα ήταν και ο Λουίζ Σεζάρ Μενότι, ο οποίος έξι χρόνια νωρίτερα είχε οδηγήσει την εθνική Αργεντινής στην κατάκτηση του πρώτου της Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ήταν εκείνος που τον βάφτισε «γύπα». Γυρνούσε γύρω από τους αντίπαλος του πριν προχωρήσει στα ενδότερα και τους «σκοτώσει» με μια απρόσμενη κίνηση. Αν, πάλι θέλετε την ιστορία από τα χείλη του ίδιου του νονού, ιδού: «Υποκρινόταν πως δεν τον ενδιέφερε τι συνέβαινε γύρω του και οι αντίπαλοι του ποτέ δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Να τον περιμένουν; Να φύγουν ή να τον σταματήσουν με τάκλιν; Μέχρι τότε μόνο ο Πελέ και ο Κρόιφ είχαν τέτοιες αντιδράσεις. Μόλις τον είδα με έκανε να θυμηθώ κάποια πολύ μεγάλα αστέρια του ποδοσφαίρου».
Ο Μενότι είχε βέβαια και άλλα να πει: «Από την πρώτη μάτια κατάλαβα πως το παιδί έχει ταλέντο. Τεχνικά ήταν εξαιρετικός αν σκεφτεί κανείς πως ήταν μόνο 19 χρονών. Παρ’ όλα αυτά, δεν τον είχε προσέξει κάποια μεγάλη ομάδα. Είχε τεράστια αντίληψη για όσα συνέβαιναν γύρω του κατά τη διάρκεια των αγώνων και ήταν τόσο ευκίνητος, σαν να ήταν αθλητής γυμναστικής». Εκτός του τι έκανε εντός γηπέδου, ο Μπουντραγκένιο δούλευε και την έξω-αγωνιστική εικόνα του. Πάντα ήταν χαρούμενος και ποτέ δεν «συνελήφθη» μίζερος. Ίσως γιατί είχε καταφέρει να κλείσει τα στόματα που επέμεναν πως δεν πρόκειται να γίνει καλός παίκτης « …επειδή ήμουν πολύ κοντός». Σε συνέντευξη που έδωσε πριν από το Μουντιάλ του ’86 είχε εξηγήσει τα πως και τα γιατί της προσωπικότητας του: «Στα 17 μου ούτε φανταζόμουν πως μπορώ να γίνω επαγγελματίας. Ότι έχω αποκτήσει έως τώρα κανείς δεν θα μπορέσει να μου τα πάρει. Ξέρω πολύ καλά πως υπήρχαν πολλά παιδιά με το δικό μου ταλέντο, αλλά αρκετά απ’ αυτά δούλεψαν τελικά σε εργοστάσια..».
Το Μεξικό έβαλε τα καλά του για να υποδεχτεί το Παγκόσμιο Κύπελλο και το 23χρονο Μπουντραγκένιο, ο οποίος από τότε εθεωρείτο ο στυλοβάτης της Ισπανίας. Παρ’ όλα αυτά, δεν βρήκε δίχτυα στην πρεμιέρα με την Βραζιλία. Βρήκε όμως με τη Βόρεια Ιρλανδία…στο 65ο δευτερόλεπτο του αγώνα (ήταν το πιο γρήγορο γκολ της διοργάνωσης και κέρδισε γι’ αυτό ένα χρυσό ρολόι) και στο δεύτερο γύρο συνάντησε τη Δανία, σε ένα παιχνίδι που έμελλε να τον συνοδεύει για πάντα: με τέσσερα γκολ στην εστία των δυναμικών Δανών του Λάουντρουπ και της παρέας του έγινε ο πρώτος που έφτασε αυτόν τον αριθμό μετά τον Εουσέμπιο, από το 1966. Κι αν δεν εκτελούσε ο Γκοϊκοετσέα το πέναλτι που κέρδισαν οι Ίβηρες στο πρώτο ημίχρονο, ο Εμίλιο θα γινόταν ο πρώτος που θα μετρούσε πέντε γκολ σε αγώνα Μουντιάλ, κάτι που κατάφερε αργότερα ο Ρώσος Σαλένκο στο 6-1 του αγώνα με το Καμερούν. Γενικότερα, έδωσε 69 διεθνείς αγώνες και σκόραρε 26 φορές. Ήταν μέλος της ομάδας που έφτασε στα τελικά του Euro του 1984, ενώ μετείχε και σ’ αυτή που πήγε στο Μουντιάλ του 1990.
Σε συλλογικό επίπεδο, τώρα είχε κερδίσει έξι τίτλους με τη Ρεάλ (1986,1987,1988,1989,1990 και 1995), δυο Κύπελλα (1989 και 1993), δύο ΟΥΕΦΑ (1985 ΚΑΙ 1986) και τρία εγχώρια Σούπερ Καπ (1988,1990,1993). Για δύο διαδοχικά χρόνια (1986,1987) αναδείχθηκε τρίτος καλύτερος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής, και το 1991 ήταν ο πρώτος σκόρερ του ισπανικού πρωταθλήματος. Εύλογα, είχε γίνει κολλητός του τότε προπονητή Μεντόζα. Κλείνονταν επί ώρες στο γραφείο του και αποφάσιζαν ακόμα και για τα μπόνους σε ενδεχόμενη κατάκτηση τίτλων. Κάποιοι κακοήθεις επέμεναν πως ο Μπουντραγκένιο είχε λόγο και στις μεταγραφές. Από τότε ο Μεντόζα τον έβλεπε ως το μελλοντικό μάνατζερ της ομάδας, καθώς είχε και τις προδιαγραφές, με τις σπουδές του στα οικονομικά. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο πως αργότερα διετέλεσε διοικητικός παράγοντας της Ρεάλ και δεξί χέρι του γενικού διευθυντή των «Λος Μπλάνκος» Χόρχε Βαλντάνο.
Κάποια στιγμή, κάπου στο 1995 και ενώ είχε αποκτήσει πολλά χρήματα με τη φανέλα της Ρεάλ, ένιωσε πως…έχουν αρχίσει να τον βαριούνται. Και ο ίδιος έχει βαρεθεί καθώς τα τελευταία χρόνια μετρούσε μόλις 10 γκολ ανά σεζόν, γι’ αυτό και δέχτηκε την πρόταση της Ατλέτικο Σελάγια του Μεξικού. Στην πρώτη του χρονιά τη φτάνει στον τελικό του πρωταθλήματος και μετά τρία χρόνια (τον Μάρτιο του 1998) εγκαταλείπει την ενεργό δράση έχοντας αποκτήσει τον τίτλο του «κυρίου των γηπέδων».
πηγή : http://www.e-soccer.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου